- ζωστήρας
- ο (AM ζωστήρ)1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» — εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεωςνεοελλ.1. η στρατιωτική ζώνη από την οποία κρέμεται το σπαθί2. ναυτ. κάθε πλατιά σανίδα από αυτές που αποτελούν το εξωτερικό περίβλημα τού σκάφους περί το μέγιστο πλάτος του και την ίσαλο γραμμή του, κν. τσάπααρχ.1. η ζώνη τού πολεμιστή, που είχε και μετάλλινα επικαλύμματα για τα κατώτερα μέρη τού θώρακα2. η ζώνη που περιέσφιγγε τον χιτώνα γύρω από τη μέση3. η ζώνη τών γυναικών, γυναικείο εσώρουχο4. οι σανίδες που εκτείνονται κατά μήκος τού πλοίου από την πλώρη μέχρι την πρύμνη5. το είδος θαλάσσιου φύκους, ποσειδωνία η ωκεάνιος6. ως κύριο όν. ο Ζωστήρακρωτήριο στην Αττική μεταξύ τής Κωλιάδος άκρας και τού Σουνίου (κοντά στη Βουλιαγμένη)7. ως επίθ. Ζωστήρπροσωνυμία τού Απόλλωνος στο ανωτέρω ακρωτήριο8. φρ. «ζωστῆρες Ἐνυοῡς» — πολεμιστές.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζωσ- (θ. ζωσ-, πρβλ. αόρ. έ-ζωσ-α τού ζώννυμι) + κατάλ. -τηρ (πρβλ. αρο-τήρ, λαμπ-τήρ). Η λ. στην Ιλ. χρησιμοποιείται με τη σημ. «ζώνη δερμάτινη καλυμμένη με μέταλλο που καλύπτει το υπογάστριο». Μεταφορικά χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει ένα είδος φύκους καθώς επίσης και ένα βουνό ανατολικά τής Αττικής απ' όπου και η ομώνυμη προσωνυμία τού Απόλλωνος].
Dictionary of Greek. 2013.